- προβάλλομαι
- προβάλλομαι, προβλήθηκα, προβεβλημένος βλ. πίν. 147
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
προβάλλομαι — προβάλλω throw pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. βάζω, απλώνω κάτι εμπρός, εκτείνω ή ρίχνω προς τα εμπρός (α. «πρόβαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και μέ φώναξε» β. «τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε», Ηρόδ.) 2. (το ενεργ. και, στην αρχαία, και το μέσ.) προτείνω ως επιχείρημα για… … Dictionary of Greek
произношу — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (προβάλλομαι) произвожу, произращаю (4 нед. четыр. к. 2 п. 4, 3) … Словарь церковнославянского языка
ουρανοπρόβλητος — οὐρανοπρόβλητος, ον (Μ) αυτός που προβάλλεται από τον ουρανό, δηλ. από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + προβάλλομαι] … Dictionary of Greek
πρόκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, έχω τεθεί μπροστά από κάποιον ή κάτι 2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) το προκείμενων) α) (σχετικά με λόγο) το θέμα που βρίσκεται υπό συζήτηση («ελάτε στο προκείμενο») β) (λειτ.) ψαλμικός στίχος που προτάσσεται από έναν ψαλμό και… … Dictionary of Greek